Μοντεβιδέο

Το Μοντεβιδέο είναι η πρωτεύουσα, μεγαλύτερη πόλη και κυριότερο λιμάνι της Ουρουγουάης.
Ο πληθυσμός του Μοντεβιδέο σήμερα υπολογίζεται σε 1.449.900 στην ίδια την πόλη και 1.723.300 στη μητροπολιτική περιοχή.
Από άποψη καταβολών, περίπου ο μισός πληθυσμός της πόλης κατάγεται από την Ιταλία, ενώ σημαντικό ποσοστό των υπολοίπων προέρχεται από άλλες χώρες της Ευρώπης (συνολικά 88%). Ο πληθυσμός του Μοντεβιδέο αποτελεί το 44% του πληθυσμού της Ουρουγουάης και η επαρχία Κανελόνες που το περιβάλλει, ουσιαστικά τα προάστια του Μοντεβιδέο και η κοντινή του ύπαιθρος, ένα πρόσθετο 12%. Οι αυτόχθονες κάτοικοι της Ουρουγουάης εξοντώθηκαν κατά την περίοδο του αποικισμού και ουσιαστικά δεν υπάρχουν απόγονοί τους σήμερα. Πέντε τοις εκατό του πληθυσμού είναι μιγάδες (ανάμιξη αυτόχθονων και Ευρωπαίων) και 4% αφρικανικής καταγωγής, όμως πρόκειται για κοινότητες που είναι περιθωριοποιημένες. Παρόλο που η μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού είναι είτε καθολικοί είτε μη θρησκευόμενοι, υπάρχει επίσης μία πολύ αφομοιωμένη αλλά δραστήρια εβραϊκή κοινότητα που αριθμεί γύρω στις 40.000.
Το Μοντεβιδέο βρίσκεται στα νότια της χώρας, στο άνοιγμα του ποταμού Ρίο δε λα Πλάτα προς τον Ατλαντικό Ωκεανό. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες είναι 34.5° νότια, 56° δυτικά.
Το κλίμα είναι ήπιο, με τη μέση θερμοκρασία γύρω στους 13 °C, η οποία όμως μπορεί να ξεπεράσει τους 40 °C το καλοκαίρι.
Η λεωφόρος 18ης Ιουλίου (18 de Julio), η κύρια λεωφόρος της πόλης και μία από τις πιο ωραίες στη Νότια Αμερική, εκτείνεται από την Πλατεία Ανεξαρτησίας (Plaza Independencia), η οποία συνδέει την Παλιά Πόλη (Ciudad Vieja) με την υπόλοιπη, μέχρι τη συνοικία Κορδόν.
Οι Πορτογάλοι ίδρυσαν την Κολόνια δελ Σακραμέντο τον 17ο αιώνα παρά τα δικαιώματα που έδινε στους Ισπανούς για την περιοχή η Συνθήκη της Τορδεσίγιας. Οι Ισπανοί εξεδίωξαν τους Πορτογάλους από ένα φρούριο στην περιοχή το 1724. Τότε, ο Μπρούνο Μαουρίσιο δε Σαβάλα – κυβερνήτης του Μπουένος Άιρες – ίδρυσε την πόλη στις 24 Δεκεμβρίου 1726 για να αποτρέψει οποιαδήποτε άλλη εισβολή.
Το 1828 η πόλη έγινε πρωτεύουσα της Ουρουγουάης. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο εκδοχές για το πώς δόθηκε η ονομασία Μοντεβιδέο: Η πρώτη ισχυρίζεται ότι βγαίνει από τα πορτογαλικά "Monte vide eu" που σημαίνει "Βουνό βλέπω εγώ". Σύμφωνα με τη δεύτερη, οι Ισπανοί κατέγραψαν την τοποθεσία μίας πηγής (νερού) σε χάρτη ως "Monte VI De Este a Oeste", δηλαδή "Το έκτο βουνό από ανατολικά προς δυτικά". Το αρχικό πλήρες όνομα της πόλης είναι Σαν Φελίπε ι Σαντιάγο δε Μοντεβιδέο.
Η πόλη δέχτηκε μεγάλη επιρροή από τους Βρετανούς από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού σε μια προσπάθειά της να παρακάμψει τον εμπορικό έλεγχο από τους Αργεντινούς και τους Βραζιλιάνους. Πολιορκήθηκε επανειλημμένα από τον Αργεντινό δικτάτορα Χουάν Μανουέλ δε Ρόσας από το 1838 μέχρι το 1851. Από το 1860 μέχρι το 1911 οι Βρετανοί κατασκεύασαν μεγάλο σιδηροδρομικό δίκτυο που συνέδεε την πόλη με τη γειτονική ύπαιθρο.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ένα σημαντικό συμβάν έλαβε χώρα στο Μοντεβιδέο, το οποίο τότε ήταν ουδέτερο λιμάνι. Το γερμανικό θωρηκτό τσέπης Άντμιραλ Γκραφ Σπέε, μετά τη Ναυμαχία του Ρίο δε λα Πλάτα με το βρετανικό ναυτικό στις 13 Δεκεμβρίου 1939, υποχώρησε στο λιμάνι της πόλης. Ο κυβερνήτης του σκάφους Πλοίαρχος Χανς Λάνγκσντορφ, θεωρώντας ότι η μάχη ήταν προκαταβολικά χαμένη, βύθισε το πλοίο στις 17 Δεκεμβρίου, για να μην τεθεί σε κίνδυνο το πλήρωμα. Ο Λάνγκσντορφ αυτοκτόνησε δύο μέρες αργότερα.
Από το 2005, δήμαρχος του Μοντεβιδέο είναι ο Ρικάρδο Έρλιτς του κόμματος Φρέντε Άμπλιο (Ευρύ Μέτωπο), κερδίζοντας 61% των ψήφων στις δημοτικές εκλογές, νικώντας τον Πέδρο Μπορδαβέρρι του Παρτίδο Κολοράδο, ο οποίος έλαβε 27%.
Σε αντίθεση με το πιο γνωστό γειτονικό Μπουένος Άιρες (Αργεντινή), το Μοντεβιδέο διαθέτει φυσικό λιμάνι, στο οποίο αυτοβυθίστηκε το γερμανικό θωρηκτό Άντμιραλ Γκραφ Σπέε το 1939, ύστερα από ναυμαχία με βρετανικά σκάφη. Το ναυάγιο παραμένει ορατό και σήμερα.
Το Μοντεβιδέο ξεκίνησε ως μικρή κοινότητα. Το 1860 είχε πληθυσμό 37.787 κατοίκους. Μέχρι το 1884 ο πληθυσμός της πόλης ανήλθε στους 104.472 και περιλάμβανε πολλούς μετανάστες. Μέχρι τότε, το εμπόριο είχε γίνει η κύρια πηγή εισοδήματος της πόλης, η οποία ανταγωνιζόταν το Μπουένος Άιρες. Στις αρχές του 20ού αιώνα πολλοί Ευρωπαίοι, κυρίως από την Ισπανία και την Ιταλία, ήρθαν στην πόλη ως μετανάστες και μέχρι το 1908 το 30% του πληθυσμού ήταν γεννημένο εκτός της χώρας.
Στα μέσα του 20ού αιώνα, η στρατιωτική δικτατορία και η οικονομική στασιμότητα επέφεραν μαρασμό, του οποίου ο αντίκτυπος είναι ακόμη και σήμερα ορατός. Πολλοί φτωχοί από αγροτικές περιοχές κατέκλυσαν την πόλη, από τους οποίους πολλοί συγκεντρώθηκαν στην Παλιά Πόλη.
Η οικονομική ανάκαμψη και οι στενότεροι εμπορικοί δεσμοί με τις γειτονικές χώρες που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια στην Ουρουγουάη έχουν δώσει νέα ανάπτυξη στη γεωργία και ελπίδες για περισσότερη ευημερία στο μέλλον.
Το 2004 η πόλη είχε πληθυσμό 1,35 εκατομμύριο (συνολικός πληθυσμός χώρας: 3,43 εκατομμύριο. Η ευρύτερη, μητροπολιτική περιοχή έχει 1,8 εκατομμύριο κατοίκους.
Το βασικό αεροδρόμιο που εξυπηρετεί το Μοντεβιδέο είναι το Διεθνές Αεροδρόμιο του Καρράσκο.
Σύμφωνα με την εταιρεία Mercer Human Resource Consulting, τον Απρίλιο του 2006 το Μοντεβιδέο ήταν η πόλη στη Λατινική Αμερική με το ψηλότερο βιοτικό επίπεδο.
Το Μοντεβιδέο φιλοξένησε όλους τους αγώνες του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου που έγινε το 1930 και το στάδιο Σεντενάριο θεωρείται ναός του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Στην πόλη υπάρχουν δύο σημαντικές Νοτιοαμερικανικές ποδοσφαιρικές ομάδες, η Πενιαρόλ και η Νασιονάλ.

Tags: