Εμείς και μια κληρονομιά που μας βαραίνει μέχρι συνθλίψεως και μας πείθει είτε πως δεν μπορούμε να πράξουμε τίποτε το καλό και το άξιο, αφού «αυτοί τα είπαν και τα έπραξαν όλα, κι όλα θαυμάσια», είτε πως δεν οφείλουμε να πράξουμε τίποτε, εφόσον έχουμε στη κατοχή μας μια προίκα αμύθητη για να συντηρεί τη μακαριότητά μας.
Κι αν μετρήσει κανείς πόσοι είναι οι ωμοί έμποροι αυτής της αγάπης, καθώς και οι παραχαράκτες της, αν μετρήσει πόσες φορές η «ευγενής καταγωγή» έγινε άθλιο ιδεολόγημα στο άναρθρο στόμα και στα βίαια χέρια αυταρχικότατων, αντιδημοκρατικών καθεστώτων, αν μετρήσει πόσα ανομήματα και υπερβολές αθωώνουμε με το άλλοθι των γονιδίων, αν μετρήσει πόσες εκδοχές του εθνικισμού στρέβλωσαν και στραγγάλισαν τον αρχαίο λόγο, φτάνει για να σκεφτεί και να πιστέψει ότι ο πλούτος που μας κληρώθηκε δεν είναι πάντοτε μόνο ευλογία αλλά και κατάρα.
Την αμφιθυμία αυτή τη μοιράζεται η κοινωνία και η πολιτεία. Κηρύσσουμε επί παραδείγματι ιερούς πολέμους για την επιστροφή των μαρμάρων που σύλησε ο Ελγιν, εμείς οι ίδιοι ωστόσο παρατάμε αφρούρητους και ακαλλώπιστους τους αρχαιολογικούς χώρους (ας μην το λησμονούμε, ακόμη και η Ακρόπολη απειλήθηκε από θερινή πυρκαγιά, ενώ στο Μιλένιουμ την καταντήσαμε θλιβερό φόντο των πυροτεχνημάτων).
Μήπως δεν ανεβάσαμε και στην Πνύκα τόνους μηχανήματα για να δώσει η ματαιοδοξία τις συναυλίες της, παρότι θα μπορούσε να τις στήσει σε πενήντα άλλα μέρη της Αθήνας; Μήπως δεν ανεβαίνουμε με τις κουρσάρες μας σχεδόν ως πάνω την Ακρόπολη κι ως μέσα στο Ηρώδειο, μιας και η μεγαλειότητά μας δεν μπορεί να υπολείπεται σε καβαλαραίικη επιμονή από τους Κολοκοτρωναίους; Ή μήπως επιτρέπουμε στο Αρχαιολογικό Συμβούλιο να μοιράζει τις άδειες παραστάσεων στα αρχαία θέατρα με μοναδικό κριτήριο την πραγματική τους κατάσταση και όχι την παρεμβατική ικανότητα των «χορηγών»;
Τροφή για σκέψη εν όψη των αποκαλύψεων στην Αμφίπολη. Εμπνευσμένο από άρθρο του Παντελή Μπουκάλα.