Ήταν 14 Φεβρουαρίου 1929. Με εντολή του περιβόητου μαφιόζου Αλ Καπόνε, επτά αντίπαλοί του εκτελέστηκαν σε μια αποθήκη στο Σικάγο. Το μακελειό έμεινε στην ιστορία ως "Η Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου".
Ήταν η εποχή της ποτοαπαγόρευσης και το Σικάγο ήταν χωρισμένο σε περιοχές. Ο Αλ Καπόνε ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος στο νότιο τμήμα του Σικάγο. Ο αντίπαλός του, Μπαγκς Μοράν, κυριαρχούσε στο βόρειο τμήμα. Και οι δύο μαφιόζοι κέρδιζαν εκατομμύρια δολάρια από την παράνομη διακίνηση αλκοόλ, όμως δεν τους έφταναν. Ήθελαν να επεκτείνουν κι άλλο την κυριαρχία τους.
Έτσι, ο Μοράν σκότωσε κάποιους άντρες του Καπόνε σε μία ενέδρα. Ο Βιτσέντζο Τζιμπάλντι, πρωτοπαλίκαρο του Καπόνε, επεξεργάστηκε το σχέδιο για την εκδίκησή τους: θα έκλειναν ραντεβού για τις 10:30 το πρωί στον Μοράν με δέλεαρ ένα φορτίο ακριβού ουίσκι. Πέντε άνδρες του Καπόνε έφθασαν στην ώρα τους, οι τρεις ντυμένοι αστυνομικοί και οι δύο με πολιτικά, ενώ δεκάδες άλλοι βρίσκονταν στη γύρω περιοχή. Οι τρεις «αστυνομικοί» μπήκαν στην αποθήκη όταν είδαν έναν άνδρα που έμοιαζε με τον Μοράν να μπαίνει. Αιφνιδίασαν τα επτά άτομα που βρίσκονταν μέσα και τους δολοφόνησαν εν ψυχρώ.
Οι αστυνομία ειδοποιήθηκε από περαστικούς που άκουσαν τους πυροβολισμούς. Μόλις έφτασαν, βρήκαν έξι νεκρούς και έναν βαριά τραυματισμένο. Τον ρώτησαν ποιος τον πυροβόλησε, αλλά εκείνος ψέλλισε «κανείς» και πέθανε. Πέντε από τους νεκρούς ήταν μέλη της συμμορίας του Μοράν, ο ένας ήταν συνεργαζόμενος μικροκακοποιός κι ένας μηχανικός που βρισκόταν εκεί για να επισκευάσει ένα αυτοκίνητο της συμμορίας. Ο Μοράν σώθηκε επειδή πήγε καθυστερημένα στο ραντεβού.
Η «Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου» απασχόλησε για μεγάλο διάστημα την κοινή γνώμη αλλά και την αστυνομία. Η τελευταία, αν και γρήγορα διαπίστωσε ποιοι ήταν πίσω από το μακελειό, δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε συλλήψεις. Ο Αλ Καπόνε, ως συνήθως, είχε άλλοθι: ήταν στη Φλόριντα.